Oι ιστορίες των γυναικών προσφύγων πάντοτε θα συγκινούν και θα κρατούν ζωντανή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Από τη Λουκία Λυκίδη. Φωτογραφίες: Ηλιάνα Μειντάνη
Μια πυρηνική οικογένεια Σύρων προσφύγων συνταξιδεύει μαζί μου στον Ηλεκτρικό. Οι γονείς κουβεντιάζουν ήρεμα. Το αγόρι τους είναι λίγο πιο μικρό από το γιο μου. Το κορίτσι έχει το ίδιο παγούρι με την κόρη μου. Φτάνουμε στην Ομόνοια. Πρώτα βγαίνει ο πατέρας. Μετά τα παιδιά. Η μητέρα καθυστερεί να μαζέψει τα πράγματα και δεν προλαβαίνει να βγει. Βλέπω το αγχωμένο βλέμμα του πατέρα και των παιδιών.
Νιώθω την αγωνία τους. Ευτυχώς η πόρτα ανοίγει πάλι. Ο πατέρας πιάνει τη μικρή παιδική τσάντα που έκανε τη μητέρα να καθυστερήσει και την πετάει με δύναμη στον τοίχο της αποβάθρας. Καταλαβαίνω την έκρηξή του. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των εκατομμυρίων ανθρώπων που ταξιδεύουν σαν πρόσφυγες και έφυγαν από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ για να σωθούν από τον πόλεμο, τους Ταλιμπάν ή τον ISIS είναι να μη χαθούν τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους.
Στην περίπτωση των Σύρων προσφύγων δεν πάει πολύς καιρός από τότε που είχαν μια φυσιολογική ζωή σαν τη δική μας. Τα απομεινάρια της τα βλέπεις στα smartphones που
κρατούν –βασικό μέσο επικοινωνίας και επιβίωσης–, σε παιδικά σακίδια με την Tinkerbell και τον Μπομπ Σφουγγαράκη, στον τρόπο που σου μιλούν. «Λίγα χρόνια πριν δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας σε αυτήν τη θέση», σου λένε όλοι. Όταν ακούς τους κινδύνους που πέρασαν σε μια διαδρομή που περιλαμβάνει πολλά 24ωρα ποδαρόδρομο σε δύσβατα ορεινά μονοπάτια, την επιβίβαση σε μικρές φουσκωτές βάρκες με πολλά Μποφόρ, πυροβολισμούς σε συνοριογραμμές, αναρωτιέσαι πώς πήραν την απόφαση για ένα τόσο ριψοκίνδυνο ταξίδι. Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που είπε όταν έφτασε στον Ελαιώνα μια νεαρή Σύρια που γέννησε το μωρό της σε μια βάρκα στο Αιγαίο. «Είναι σαν να μένεις στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας που έχει πιάσει φωτιά. Αν μείνεις σίγουρα θα καείς. Αν πηδήξεις είναι πολύ πιθανό να σκοτωθείς αλλά έχεις και μιαπιθανότητα να επιβιώσεις».
Για τους Αφγανούς, τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα πληθυσμού που είναι πρόσφυγες –η πλειονότητα είναι οι Σύροι–τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά: η φτώχεια, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η δυσμενής θέση της γυναίκας στην κοινωνία είναι προφανή, όπως και η υπερβολική λαχτάρα για μόρφωση και μια καλύτερη ζωή. Στην πλατεία Βικτωρίας, όπου έχουν κατασκηνώσει Αφγανοί, κανείς δεν μιλάει αγγλικά και καμιά γυναίκα δεν μιλάει χωρίς την άδεια του άνδρα της. Σταματάμε δίπλα σε μια παρέα νεαρών γυναικών. Μία θηλάζει το μωρό της. Μοιάζει μόνο μερικών εβδομάδων.
«Δεν είχα ξαναδεί θάλασσα και τη φοβόμουν. Μπήκα μέχρι το λαιμό στο νερό για ν’ ανέβω στη βάρκα», Ζάχρα
Λίγο πιο δίπλα συναντάω τη Σαφίρα με την οικογένειά της. Ο αδελφός της μιλάει λίγα αγγλικά. Με κόπο καταφέρνουμε να καταλάβουμε από πού είναι και τι δουλειά έκαναν στην πατρίδα τους. «Work the land», είναι αγρότες. Ένα ζευγάρι κάθεται στα σκαλιά δίπλα. Κάποιοι περαστικοί συμπατριώτες τους μας βοηθούν με τα βασικά. Τα ονόματά τους και από πού είναι. Μαθαίνουμε πως είναι παντρεμένοι. Άραγε παντρεύτηκαν από έρωτα, ταξίδεψαν μόνοι οι δυο τους, θέλουν να κάνουν παιδιά; Από σύμπτωση θα συναντήσω τη γυναίκα τρεις μέρες αργότερα στο κέντρο φιλοξενίας στον Ελαιώνα. Τώρα πια θα μπορέσω να μάθω την ιστορία της. Η Ναζλί είναι 19 χρόνων, ζούσε στην περιοχή Μπόκο της Καμπούλ, έκανε μαζί με τον άνδρα της και τους γονείς της ένα δύσκολο ταξίδι που περιλάμβανε ποδαρόδρομο, διαδρομές με αυτοκίνητο και πυροβολισμούς στα σύνορα Ιράν-Τουρκίας. Σε λίγες μέρες θα συνεχίσει το δρόμο της προς τη Σερβία με τελικό προορισμό την Αυστρία. Χτυπάμε την πόρτα ενός κοντέινερ. Η μητέρα της οικογένειας δεν θέλει να φωτογραφηθεί αλλά ευχαρίστως να μας φτιάξει τσάι. Μας εξηγεί ότι ταξίδεψαν με τρία μικρά παιδιά γεγονός που μείωνε τις πιθανότητες να τα καταφέρουν. «Στα σύνορα με το Ιράν περπατήσαμε τριάντα ώρες. Το μικρό είναι μόνο 2 χρόνων και το είχαμε συνέχεια αγκαλιά. Η μικρή είναι 4 και βοηθούσε με τα μικρότερα παιδιά της ομάδας. Ο μεγάλος είναι 7 και τα κατάφερνε μόνος».
Η Ναζλί και ο άνδρας της ταξίδεψαν μαζί από την Καμπούλ
Οι περισσότερες από τις γυναίκες στον Ελαιώνα είναι Αφγανές που έχουν ζήσει πολλά χρόνια εκτοπισμένες στο Ιράν. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους το κέντρο φιλοξενίας είναι
ένα διάλειμμα ηρεμίας και ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης ύστερα από πολλούς μήνες κατατρεγμού και κινδύνου. «Εδώ φτάνουν άνθρωποι κουβαλώντας τα μικρά ή τα ανάπηρα παιδιά τους στην πλάτη σε όλο το μακρύ ταξίδι από τη Συρία ή το Αφγανιστάν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το άδειο βλέμμα μιας οικογένειας Αφγανών», μου λέει η Ανθή Καραγγελή, υπεύθυνη του κέντρου φιλοξενίας στον Ελαιώνα. «Στο Αφγανιστάν οι Ταλιμπάν είχαν εισβάλει σπίτι τους και είχαν δέσει τους γονείς και τα τρία μικρά παιδιά της οικογένειας –6, 5 και 2 ετών αντίστοιχα– για τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα χωρίς φαγητό και νερό. Για βασανιστήριο δεν τους άφηναν να κοιμηθούν. Τους ξυπνούσαν συνεχώς με νερό και κρότους. Στο τέλος έφεραν στο σπίτι τον αδελφό του πατέρα, τον αποκεφάλισαν μπροστά τους και έπαιζαν με το κεφάλι του. Εδώ ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τα παιδιά της, τα οποία είχαν ζήσει αυτήν τη φρίκη, να παίζουν με άλλα παιδιά», συνεχίζει η κ. Καραγγελή.
Τα μικρά έκλαιγαν και οι δουλέμποροι φώναζαν να τα κάνουμε να σταματήσουν. Αναγκαστήκαμε να τους δώσουμε υπνωτικά
Μιλάω με τη Μαρίνα Σπυριδάκη, την ψυχολόγο της ομάδας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Τον τελευταίο χρόνο έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλα τα σημεία εισόδου των προσφύγων στην Ελλάδα. Τη βρίσκω στη Λέρο. Το επόμενο πρωί θα μπει στο σκάφος που θα τη μεταφέρει στην Κάλυμνο. «Κυρίως με πλησιάζουν μητέρες που είναι ανήσυχες για τα παιδιά τους. Άλλα κλαίνε πολύ, άλλα δεν μπορούν να κοιμηθούν ήρεμα τη νύχτα. Άλλα σταμάτησαν να μιλούν έπειτα από κάποιο βομβαρδισμό ή βλέποντας άψυχα σώματα γύρω τους». Η Μαρίνα βρέθηκε κοντά στους ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους στο ναυάγιο στο Φαρμακονήσι. «Πολλοί χρειάστηκε να αναγνωρίσουν τις σορούς μελών της οικογένειάς τους.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε τόσο ακραίες συνθήκες είναι πολύ δυνατοί. Προσπαθούν να αντλούν δύναμη για να μείνουν όρθιοι και να φροντίζουν την οικογένειά τους. Επίσης επειδή η Ελλάδα δεν είναι ο τελικός προορισμός τους και το ταξίδι τους πρέπει να συνεχιστεί πάση θυσία είναι συνεχώς σε εγρήγορση και δεν αφήνουν τον εαυτό τους να καταρρεύσει». Της ζητάω να μοιραστεί μαζί μου κάποια ιστορία που να τη συγκίνησε. «Θυμάμαι μια 28χρονη Αφγανή που ταξίδευε μόνη με το 7χρονο κοριτσάκι της. Έφυγε για να αποφύγει τη βία στο
Αφγανιστάν αλλά και την ενδοοικογενειακή βία που αντιμετώπιζε από τον άνδρα της. Ήταν πολύ αγχωμένη γιατί η σκηνή που ζούσε στην Κω ήταν ανάμεσα σε άνδρες και ένιωθε μόνη και απροστάτευτη. Επίσης ένα κορίτσι από τη Συρία που μου είπε πως είχε όνειρο να γίνει δικηγόρος για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των παιδιών. Μου έκανε εντύπωση ο δυναμισμός του και το πόσο ξεκάθαρος ήταν ο στόχος του».
Νεαρή Αφγανή φωτογραφημένη στον Ελαιώνα τον Νοέμβριο του 2015
Οι πιο αισιόδοξες ιστορίες των προσφύγων είναι οι ιστορίες οικογενειακής επανένωσης. Όταν κάποιος από την οικογένεια φτάσει στη χώρα που επιθυμεί να ζητήσει άσυλο, τα υπόλοιπα μέλη μπορούν να ταξιδέψουν για να τον συναντήσουν με νόμιμο και ασφαλή τρόπο. Οι δύο Αφγανές που συναντάω στον ξενώνα του Νόστου έχουν βγάλει ήδη τα αεροπορικά εισιτήριά τους. Για Γερμανία η μία, για Ελβετία ή άλλη. Όταν θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα βρίσκονται ήδη εκεί μαζί με τους δικούς τους. Για τους υπόλοιπους το επικίνδυνο ταξίδι συνεχίζεται. Είναι μερικές πρόσφυγες που συνάντησα και δεν νομίζω πως θα μπορέσω να ξεχάσω. Πάντα θα αναρωτιέμαι αν τα κατάφεραν και πού να βρίσκονται. Το μόνο που μπορώ είναι να τους ευχηθώ καλή τύχη.
Σουαϊλο, 38 χρονών. Έφυγα μικρή από το Αφγανιστάν για τοΙράν. Δεν θυμάμαι την πατρίδα μου αλλά έχω την ελπίδα μια μέρα να τη δω. Έχω φτάσει εδώ με τον άνδρα μου και τα τρία από τα τέσσερα παιδιά μου. Η άλλη μου κόρη είναι 15 και είναι παντρεμένη στο Ιράν γιατί είχαμε μεγάλη οικονομική δυσκολία. Τα παιδιά μου δεν πήγαν σχολείο γιατί στο Ιράν δεν μας άφηναν. Ούτε εγώ έχω πάει αν και το ήθελα. Περιμένουμε χρήματα από συγγενείς μας για να φύγουμε. Και όπου καταφέρουμε να φτάσουμε.
Ναζμά, 16 χρονών. Γεννήθηκα στο Ιράν αλλά η καταγωγή μου είναι από το Αφγανιστάν. Δεν μπορούσα να πάω σχολείο στο Ιράν γιατί δεν είχα χαρτιά. Έφυγα μαζί με τον άνδρα μου. Οι γονείς μας δεν ήθελαν να φύγουμε κι έτσι ξεκινήσαμε χωρίς να τους αποχαιρετίσουμε. Στα σύνορα Ιράν-Τουρκίας ήταν πολύ επικίνδυνα. Ο στρατός πυροβολεί. Υπήρχαν και φορές που περπατούσαμε 7 με 10 ώρες χωρίς διακοπή. Ονειρευόμαστε να πάμε σε μια χώρα που να έχει ειρήνη και ελευθερία.
Μαρία Μ, 18 ετών. Το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο γιατί η μητέρα μου είχε σπασμένο πόδι. Περπατούσαμε πολλές ώρες. Οι διακινητές δεν μας άφηναν να σταματήσουμε. Αν έμενες πίσω θα πέθαινες ή θα σε έτρωγαν τα ζώα. Τα μονοπάτια στα βουνά ήταν δύσβατα. Αν έπεφτες στον γκρεμό σκοτωνόσουν. Χάσαμε και μια γυναίκα εκεί. Ελπίζουμε να φτάσουμε στη Σουηδία. Θέλω να γίνω νοσοκόμα. Από την πατρίδα μου λείπει η αδελφή μου και η 2χρονη ανιψιά μου. Τη μεγάλη που είναι 5 την έχουμε μαζί μας. Τώρα εγώ είμαι η μαμά της. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω όταν φτάσω είναι να πάω στο γιατρό για το πρόβλημα που έχω στο δέρμα μου. Θέλω να πάρω και ωραία μαντίλια. Αν και θα είμαστε πια στην Ευρώπη οι γονείς μου δεν θα με αφήσουν να βγάλω τη μαντίλα.
Ζαχρά, 37 ετών
Ήρθαμε από το Ιράν. Στα σύνορα με την Τουρκία μείναμε μια βδομάδα. Τα παιδιά ήταν νηστικά και άρρωστα. Περπατήσαμε δύο μερόνυχτα στο δάσος. Τα μικρά έκλαιγαν και οι δουλέμποροι μας φώναζαν να τα κάνουμε να σταματήσουν. Αναγκαστήκαμε να τους δώσουμε υπνωτικά. Μια νύχτα οι δουλέμποροι μας έβαλαν σε ένα χαντάκι. Ήταν σκοτάδι πίσσα και βρομούσε απαίσια. Όταν το άλλο πρωί ρωτήσαμε τι ήταν η μυρωδιά μας είπαν ότι πιο πέρα είχε πτώματα. Δεν είχα ξαναδεί θάλασσα και τη φοβόμουν. Μπήκα μέχρι το λαιμό στο νερό για ν’ ανέβω στη βάρκα. Στη διαδρομή κοίταζα τον ουρανό και προσευχόμουν. Ο μεγάλος γιος μου είναι ήδη στη Γερμανία και θα πάμε να τον συναντήσουμε. Βρήκαμε τόσο ενδιαφέρον και φιλοξενία στην Ελλάδα που τα παιδιά έχουν πια ξεχάσει τις δυσκολίες».
Η ιστορία της Ντόα (όπως τη διηγήθηκε η νομική συντονίστρια της Ύπατης Αρμοστείας Ερασμία Ρουμανά). Το Σεπτέμβριο του 2014 συνάντησα μια 19χρονη κοπέλα που επέζησε από ένα ναυάγιο έξω από τη Μάλτα, όπου πνίγηκαν 700 άνθρωποι. Η κοπέλα είχε μείνει τέσσερα μερόνυχτα στο νερό. Στην αρχή ήταν μαζί με τον αρραβωνιαστικό της. Δύο μέρες μετά της είπε: «Σ’ αγαπώ αλλά δεν αντέχω άλλο». Πάνω της είχε τρία παιδιά που της έδωσαν μητέρες πριν χαθούν κι εκείνες στο νερό. Κάποια στιγμή έμεινε με τα δύο παιδιά. Όταν τη ρώτησα τι έκανε όλες αυτές τις ώρες, ιδιαίτερα τις νύχτες, μου είπε πως για να κρατάει τα παιδιά ήρεμα τους τραγουδούσε. Τελικά το ένα παιδί υπέκυψε κατά τη μεταφορά του, το άλλο παιδάκι όμως, ένα 18μηνο κοριτσάκι, σώθηκε και εντοπίστηκαν οι θείοι του στη Σουηδία με τους οποίους και επανενώθηκε.
Η δασκάλα Ροζιν είναι από το Χαλέπι . Μετά τις επιθέσεις στην πόλη έφυγε με την οικογένειά της για τη γειτονική πόλη Αφρίν. Ο άνδρας της ήταν διευθυντής σε σχολείο της περιοχής. «Ζούσαμε άνετα. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το κόστος ζωής τετραπλασιάστηκε και κινδυνεύαμε καθημερινά. Για δυο χρόνια δεν είχαμε ρεύμα. Ανάβαμε φωτιά για να μαγειρεύουμε. Δεν πήγαινα στο σχολείο. Ούτε τα παιδιά τα έστελνα. Δεν τα άφηνα από κοντά μου γιατί συμβαίνουν συχνά απαγωγές. Τα παιδιά τεσσάρων συναδέλφων μου έχουν πέσει θύματα. Παρατήσαμε τη γη μας και τα σπίτια και φύγαμε. Ταξίδεψα ξεχωριστά από τον άνδρα μου και τα παιδιά μου. Έχω κάνει εγχείρηση στην καρδιά μου και δεν μπορούσα να περπατήσω τόσες ώρες. Ταξίδεψα με αυτοκίνητο μέχρι την Κωνσταντινούπολη και περίμενα τον άνδρα και τα παιδιά να φτάσουν. Μπήκαμε σε ένα τζιπ για να κατευθυνθούμε στα παράλια. Όταν πλησιάσαμε ο οδηγός είδε αστυνομία και πήδηξε έξω από το τζιπ καθώς εκείνο κινούνταν. Καθόμουν στη θέση του συνοδηγού με το γιο μου στην αγκαλιά. Ο άνδρας μου από το πίσω κάθισμα μου φώναζε «το χειρόφρενο, το χειρόφρενο!» Δεν ήξερα πού είναι. Δεν ξέρω να οδηγώ. Έστριψα απότομα το τιμόνι και το αυτοκίνητο σταμάτησε στην άμμο. Σωθήκαμε από θαύμα. Για να περάσουμε απέναντι ήμαστε 45 άτομα σε μια φουσκωτή βάρκα 5 μέτρων. Κρατούσα σφιχτά τα παιδιά στην αγκαλιά μου και προσευχόμουν στο Θεό να φτάσουμε σώοι. Η οικογένειά μου είναι ήδη στο Μόναχο. Σε λίγες μέρες θα μπουν σε σπίτι. Μόλις έφτασαν ένας γνωστός μας μου έστειλε φωτογραφία από το κινητό για να τον πιστέψω. Γέλαγα και έκλαιγα. Θα πάω να τους βρω με αεροπλάνο.
Άλια, 33 χρόνων, κομμώτρια. Στη Συρία δούλευε στην προώθηση των πωλήσεων μεγάλης πολυεθνικής τροφίμων και ως κομμώτρια. Η Άλια έζησε τις πρώτες αεροπορικές
επιδρομές στο Χαλέπι. «Πριν ξεκινήσει ο βομβαρδισμός βρισκόμουν στο σπίτι της θείας μου. Άκουσα θόρυβο και έβγαλα το κεφάλι μου από το παράθυρο να δω. Από δίπλα
μου πέρασε ένας πύραυλος που χτύπησε μια πολυκατοικία. Είδαμε σώματα διαμελισμένα. Έβρεχε πολύ θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Έφυγα τρέχοντας σχεδόν με κλειστά μάτια. Δεν πήρα τίποτα».
Γιασμίν, 35 χρόνων, μητέρα των δίδυμων Άλι και Ούλα, 6 ετών. Πριν παντρευτεί ήταν δημόσιος υπάλληλος. «Ζούσαμε στη Δαμασκό. Ο άνδρας μου είχε έκθεση αυτοκινήτων. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος τα παιδιά ήταν πολύ μικρά, έτσι αφήσαμε τα πάντα στη Δαμασκό και πήγαμε στο Αφρίν. Είχαν απαγάγει τον αδελφό του άνδρα μου και ξέραμε ότι θα ήταν ο επόμενος. Στα σύνορα με την Τουρκία μας περίμεναν συγγενείς με αυτοκίνητα και μας μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Μείναμε δυόμισι χρόνια στην Τουρκία. Στην Ελλάδα ήρθαμε με μεγάλο σκάφος. Δεν κινδυνεύαμε. Τα παιδιά δεν παραπονιούνται, το βρίσκουν διασκεδαστικό. Οι διαδρομές, οι διαφορετικές χώρες. Μας αρέσει εδώ. Θέλουμε να μείνουμε. Δεν έχω συναντήσει πιο φιλόξενο λαό από τους Έλληνες».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Marie Claire τον Νοέμβριο του 2015