Η μια φεύγει κάθε πρωί για το γραφείο ενώ η άλλη μένει σπίτι με τα παιδιά. Μέσα τους, αλλά και ανάμεσα τους, μαίνεται ένας ακήρυχτος πόλεμος.
Είναι δέκα η ώρα το πρωί σε μια στάση μετρό. Στην αποβάθρα μια «full time» μαμά σπρώχνει το μωρό της μέσα στο καρότσι του, ενώ μια άλλη μέσα από το τρένο την παρακολουθεί καθώς μόλις έχει αφήσει το δικό της στον παιδικό σταθμό και κατευθύνεται προς το γραφείο. Η μία ονειρεύεται την ζωή της άλλης. Περισσότερο χρόνο με το παιδί της στην μια περίπτωση, κοινωνική ζωή και ένα γραφείο να την περιμένει στην άλλη. Μέσα σε αυτόν τον διχασμό ζουν καθημερινά εκατομμύρια γυναίκες που είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή, σταμάτησαν ή συνέχισαν την δουλειά τους αφού έγιναν μητέρες. Ένας ακήρυχτος πόλεμος μαίνεται μεταξύ τους. Αυτές που μένουν σπίτι από την μια πλευρά και οι εργαζόμενες από την άλλη ανταλλάσσουν κατηγορίες και πυρά. Δουλεύεις; "Είσαι μια σκληρή και άκαρδη μάνα που παρατάς το παιδί σου σε μια ξένη για να κάνεις καριέρα". Δεν δουλεύεις; "Είσαι ανιαρή, δεν έχεις τι να πεις και είσαι η πρώτη που θα μείνει μόνη και έρημη να κρατά το μαρτίνι της σε μια αίθουσα γεμάτη πολυάσχολες άλφα γυναίκες που θα ανταλλάσσουν e-mail και πληροφορίες για τα τελευταία οικονομικά νέα". «Όταν μια μητέρα εργάζεται πάντοτε κάτι λείπει. Οι εργαζόμενες μητέρες όχι μόνο είναι εγωίστριες αλλά και άθλιες ερωμένες. Κυνηγάνε την καριέρα τους για να καταξιωθούν και μετά είναι πολύ κουρασμένες για να κάνουν σεξ με τον άνδρα τους» γράφει η Caitlin Flanagan στο βιβλίο της με τίτλο «To Hell with all that» που προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στα διεθνή μίντια. Η Flanagan ούτε λίγο, ούτε πολύ υποστηρίξει ότι οι γυναίκες γίνονται δυστυχισμένες προσπαθώντας να συνδυάσουν μητρότητα και καριέρα και πως στο σπίτι θα βρουν τελικά την υγεία και την ησυχία τους. Εννοείτε πως η Flanagan μπήκε στις πρώτες θέσεις της μαύρης λίστας των φεμινιστριών αλλά και των πωλήσεων.
Το βιβλίο της είναι μόνο ένα παράδειγμα της νέας εκδοτικής τάσης που θέλει εργαζόμενες και μη μαμάδες να διηγούνται τις περιπέτειες της μητρότητας σε βιβλία που φιγουράρουν σε πολύ καλές θέσεις στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Τίτλοι όπως το «The truth behind Mummy Wars», το «I don’t know how she does it» και το «The bitch in the house» αναλύουν με κωμικοτραγικό τρόπο τα διλήμματα και την καθημερινότητα της εργαζόμενης μαμάς αλλά και της σύγχρονης Μαίρης Παναγιωταρά. Όπως και το δικό μας «Τι τραβάμε και εμείς οι μάνες» της Κατερίνας Μανανεδάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από τα παιδιά. Η εγκυμοσύνη είναι υπέροχη, η γέννα παιχνιδάκι και το μωρό σου θα είναι άγγελος. Όσο για την δουλειά σου; Όλα συνδυάζονται αν το θέλεις. Μια συνωμοσία ροζ πανευτυχίας που ξεσκεπάζεται όταν δυστυχώς είναι πολύ αργά» σημειώνει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο. Τελικά τι χρειάζονται τα παιδιά; Mια πολυάσχολη εργαζόμενη μαμά ή μια μαμά 24 ώρες παρούσα: O «ποιοτικός χρόνος» ισχύει ή είναι ένας μύθος που παρηγορεί τις μαμάδες του Σαββατοκύριακου; Μια μητέρα χωρίς προσωπική ζωή και ενδιαφέρονται είναι καλή μητέρα και καλό πρότυπο για ένα παιδί που μεγαλώνει; Αυτά και πολλά άλλα απασχολούν τις μαμάδες σε όλον τον κόσμο καθώς παίρνουν το Μετρό για να πάνε στο γραφείο ή ετοιμάζουν το μεσημεριανό. Συνήθως είναι πολύ δύσκολο να αποφασίσουν. Να μείνουν σπίτι; Θα νιώθουν ότι δεν έχουν ζωή, ότι δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητες και ότι δεν έχουν πετύχει κάτι άλλο, πέρα από το να κάνουν οικογένεια. Να συνεχίζουν την καριέρα τους; Θα ζήσουν μια ζωή μέσα στις ενοχές και το τρέξιμο, ενώ ταυτόχρονα θα έχουν χάσει μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ζωή του παιδιού τους. Ορισμένες φορές η επιλογή γίνεται από μόνη της. Είναι οι περιπτώσεις των γυναικών ο μισθός των οποίων είναι απαραίτητος στην οικογένεια. Είναι αυτές που αν και δεν έχουν δουλειές καριέρας, λείπουν οχτάωρο και ζουν «ένοχες» και κακοπληρωμένες. Και δυστυχώς αυτές είναι και η πλειοψηφία. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, οι χαμηλόμισθες μαμάδες δεν αντέχουν να πληρώνουν τον μισθό της νταντάς με αποτέλεσμα η επιλογή να γίνεται πάλι αυτόματα και οι μαμάδες να μένουν σπίτι. Εκτός και η γιαγιά της Αγίας Ελληνικής Οικογένειας βάλει το χέρι της και "σώσει" τον οικογενειακό προυπολογισμό κατά 700 ευρώ τον μήνα.
Και σαν να μην αισθάνονταν αρκετά άσχημα, οι εργαζόμενες μαμάδες έχουν να αντιμετωπίσουν και την επέλαση των διάσημων μαμάδων που εμφανίζονται ενθουσιασμένες με τα βλαστάρια τους, αλλά ταυτόχρονα φρέσκιες και καλοχτενισμένες, παραλείποντας να πουν ότι στο σπίτι τις περιμένουν μια στρατιά από νταντάδες, οικονόμους, μαγείρισσες και προσωπικούς γυμναστές. Αν σε αυτές προστεθούν οι μπαμπάδες που δεν βοηθούν στο σπίτι με τα παιδιά και την λάντζα, το κράτος που δεν διευκολύνει με παροχές και οι εργοδότες που δεν έχουν διάθεση να κάνουν πιο ευέλικτα τα ωράρια, οι εργαζόμενες μαμάδες μετατρέπονται εύκολα σε μαμάδες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Και για τις μαμάδες που μένουν στο σπίτι όμως τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Το να μεγαλώνεις δυο παιδιά και να κρατάς ένα νοικοκυριό είναι μια δουλειά δύσκολη, που έχει μεγάλες ευθύνες, δεν έχει ωράριο, είναι «κακοπληρωμένη», δεν έχει αναγνώριση και μπορεί να γίνει ανυπόφορη και βαρετή. Λίγα χρόνια πριν οι βρετανικές εφημερίδες γέμισαν με δημοσιεύματα που εκθείαζαν τις «full time» μαμάδες. Η «μόδα» τότε υπαγόρευε πως το να μένεις σπίτι να πλάθεις κουλουράκια και να μεγαλώνεις τα παιδιά ήταν πολύ cool, αλλά και πολύ πιο κοντά στο νόημα της ζωής, από τα εξαντλητικά ωράρια στο γραφείο και από τους γονείς του Σαββατοκύριακου. Οι «κακές γλώσσες» έλεγαν πως αυτό εντάσσονταν στην προσπάθεια της βρετανικής κυβέρνησης να απομακρύνει πολλές γυναίκες από την αγορά εργασίας, ώστε να την αποσυμφορήσει και να εμφανίσει μικρότερους δείκτες ανεργίας. Την ίδια στιγμή οι φεμινίστριες κόντευαν να πάθουν αποπληξία βλέποντας νέες γυναίκες να επιστρέφουν στην ζωή από την οποία οι μανάδες τους προσπάθησαν πολύ για να δραπετεύσουν. Σήμερα στην Βρετανία, το ποσοστό των εργαζόμενων μαμάδων, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, με παιδιά κάτω από την ηλικία των 5, είναι 55%, ενώ το 1975 δεν ξεπερνούσαν το 28%. Σύμφωνα με έρευνες το ποσοστό απασχόλησης των μαμάδων μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών τους. Ο ευρωπαικός μέσος όρος των εργαζόμενων μαμάδων με ένα παιδί ανέρχεται περίπου στο 65%, ενώ μειώνεται στο 58% για τις μητέρες με δυο παιδιά και πέφτει ακόμη περισσότερο στο 41% για τις εργαζόμενες μαμάδες με τρία παιδιά. Στόχος της Ευρωπαικής Ένωσης είναι να παρέχει στις μητέρες διευκολύνσεις που θα κάνουν την μητρότητα να μην είναι απαγορευτική για την εργασία, ώστε το ποσοστό των εργαζόμενων μαμάδων να αυξηθεί και να αγγίξει το 70%. Μόνο η Δανία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Μεγάλη Βρετανία έχουν πετύχει μέχρι στιγμής τον στόχο. Στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία το ποσοστό των εργαζόμενων μαμάδων κυμαίνεται μεταξύ 53 και 54% ενώ αξιοσημείωτο είναι πως 8 στις 10 εργαζόμενες μητέρες δηλώνουν ότι θα εγκατέλειπαν την πλήρους απασχόλησης δουλειά τους εάν μπορούσαν. Εδώ στην συζήτηση μπαίνει η δυνατότητα τηλε-εργασίας, που αν και στην χώρα μας δεν είναι πολύ συνηθισμένη πρακτική παρ’ όλα αυτά σύμφωνα με τον νόμο οι τηλεργαζόμενοι, ως προς τις συνθήκες εργασίας απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα που διασφαλίζονται από την ισχύουσα εργατική νομοθεσία και τις συλλογικές συμβάσεις με τους εργαζόμενους στον χώρο του εργοδότη. Ταυτόχρονα οι νέες μητέρες έχουν την δυνατότητα να ζητήσουν να απασχοληθούν part time, όμως τόσο αυτό όσο και η δυνατότητα τηλεργασίας είναι δυστυχώς στην διακριτική ευχέρεια του εργοδότη.
Και ενώ οι κυβερνήσεις θέλουν τις μαμάδες στο γραφείο, έρευνα που έγινε στην Αγγλία σε παιδιά μέχρι 18 μηνών απέδειξε πως αυτά που μεγάλωναν με την μαμά στο σπίτι είχαν καλύτερη συναισθηματική ανάπτυξη και περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες από αυτά που περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας τους στον παιδικό σταθμό, ανοίγοντας για ακόμη μια φορά την συζήτηση για τις συνέπειες που έχει στα παιδιά η προσπάθεια των μανάδων τους να συνδυάσουν δουλειά και καριέρα. "Γραφείο ή σπίτι;" λοιπόν. Στην πραγματικότητα, απάντηση σε αυτό το δίλημμα δεν υπάρχει. Μετά από μια δύσκολη καθημερινή μέρα μητρότητας στο σπίτι ή στο γραφείο το συμπέρασμα είναι πάντα το ίδιο. Βρείτε την θέση που σας ταιριάζει, υποστηρίξτε την και αξιοποιήστε την όσο το δυνατόν καλύτερα Άλλωστε όπως σε όλα τα πράγματα έτσι και εδώ, πάντα κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις.