Συγγραφέας, ποιήτρια, ακτιβίστρια αλλά και ηθοποιός -τραγουδίστρια, πόρνη. Η Μάγια Αγγέλου έγινε η πιο δυνατή φωνή της μαύρης εμπειρίας.
H Μάγια Αγγέλου έγινε γνωστή στα 41 της υπογράφοντας την διάσημη πια αυτοβιογραφία –μυθιστόρημα Ξέρω γιατί το φυλακισμένο πουλί τραγουδά. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1993, ολόκληρη η υφήλιος θα την έβλεπε να απαγγέλλει το ποίημα της Just Give Me a Cool Drink of Water fore I Diiie στην ορκωμοσία του προέδρου Μπιλ Κλίντον, γεγονός που εκτόξευσε τις πωλήσεις των βιβλίων της. Η Μάγια Αγγέλου, που έφυγε από την ζωή στις 28 Μαίου του 2014 σε ηλικία 86 ετών, ήταν η Αφροαμερικάνα που έγραψε ανοιχτά για την ζωή και την κατάσταση των μαύρων γυναικών, με μια φεμινιστική ματιά με την οποία το έργο της ταυτίστηκε. Πριν όμως μπορέσει τελικά να γράψει η Αγγέλου πέρασε από μια τραυματική παιδική ηλικία αστάθειας και κακοποίησης, έγινε η πρώτη γυναίκα οδηγός τραμ στο Σαν Φρανσίσκο, μητέρα στα 17 της, πόρνη και προαγωγός στο Σαν Ντιέγκο, δημοσιογράφος στην Αφρική, τραγουδίστρια μουσικής Calypso, ηθοποιός και σεναριογράφος.
Το όνομα της δεν ακούγεται τυχαία ελληνικό. Το απέκτησε όταν το 1951 παντρεύτηκε τον ηλεκτρολόγο, πρώην ναυτικό και πολλά υποσχόμενο μουσικό Τος Αγγελόπουλο και έγινε το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο που κράτησε και αφότου χώρισαν το 1954. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μάγια Τζόνσον, κόρη του doorman Μπέιλι Τζόνσον και της νοσοκόμας Βίβιαν Τζόνσον. Οι γονείς της χώρισαν όταν εκείνη ήταν τριών και ο αδερφός της τεσσάρων. Ο πατέρας τους τους επιβίβασε μόνους τους στο τρένο για Σεν Λούις, όπου ζούσε η γιαγιά τους καρφιτσώνοντας τα εισιτήρια τους στην μέσα τσέπη του ρούχου του αδερφού της. Είναι στο παντοπωλείο της γιαγιάς της που η Μάγια θα βιώσει πρώτη φορά τον ρατσισμό όταν οι λευκές πελάτισσες αρνούνται να της απευθύνονται με το Miss ή όταν η γιαγιά προσπαθεί να σώσει τον ανάπηρο γιο της –θείο της Μάγια- από τις επιθέσεις της Κου Κλουξ Κλαν κρύβοντάς τον πίσω από τα σακιά με τις προμήθειες.
Μια μέρα ο πατέρας της απροειδοποίητα, χαμογελαστός και με μπριγιαντίνη στα μαλλιά επανεμφανίζεται, παίρνει τα παιδιά και τα πηγαίνει να ζήσουν με την μητέρα τους. Ο σύντροφος της μητέρας της ασελγεί επάνω της, την βιάζει και την απειλεί πως αν το πει θα σκοτώσει τον αδερφό της. Εκείνη το λέει και ο βιαστής βρίσκεται νεκρός μάλλον από το χέρι κάποιου από τους θείους της. Από εκείνη την στιγμή και για πέντε χρόνια σταματά να μιλά. «Σκέφτηκα ότι η φωνή μου τον σκότωσε, επειδή είπα το όνομα του. Και μετά σκέφτηκα δεν θα μιλήσω ξανά γιατί η φωνή μου μπορεί να σκοτώσει οποιονδήποτε». Μια δασκάλα, φίλη της οικογένειας την βοηθά να ξαναμιλήσει και της δίνει να διαβάσει Ντίκενς, Σέξπιρ και Πόε.
Πριν τελειώσει το σχολείο, στην Καλιφόρνια όπου ζει με την μητέρα της, αποκτά ένα παιδί εκτός γάμου, τον Κλάιντ, που αργότερα θα αλλάξει το όνομα του σε Γκι Τζόνσον. Βρισκόμαστε στα 40’s και η Μάγια για να ζήσει θα γίνει χορεύτρια σε night club, μαγείρισσα, αλλά και πόρνη και μαντάμ σε έναν οίκο ανοχής στο Σαν Ντιέγκο.
Χορεύοντας με τον Άλβιν
Όταν το 1951 παντρεύεται τον Αγγελόπουλο, βιώνει την αντίδραση της μητέρας της αλλά και την κατακραυγή του κοινωνικού περίγυρου. Μια μαύρη δεν επιτρέπεται να παντρεύεται λευκό. Εκείνη την περίοδο ασχολείται με τον μοντέρνο χορό και μεταξύ άλλων χορογράφων, γνωρίζει τον Άλβιν Άλει. Μαζί θα σχηματίσουν την ομάδα Rita and Al χωρίς να σημειώσουν όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Με τον άνδρα και τον γιο της μετακομίζουν στην Νέα Υόρκη όπου συνεχίζει να σπουδάζει χορό αλλά και να εμφανίζεται σε night club χορεύοντας calypso. Η performance της γίνεται τόσο δημοφιλής ώστε το 1957 κυκλοφορεί τον δίσκο Miss Calypso σε στίχους και μουσική της ίδιας. «Η μουσική είναι το καταφύγιο μου. Σέρνομαι μέχρι το διάστημα ανάμεσα στις νότες, κουλουριάζομαι και γυρίζω την πλάτη μου στην μοναξιά».
Είναι το 1959 όταν η Μάγια Αγγέλου ξεκινά να ασχολείται με την συγγραφή ενασχόληση που επτά βιβλία μετά –όλα αυτοβιογραφικά- θα την κάνουν μια διάσημη συγγραφέα. Μετά την έκδοση του τρίτου της βιβλίου γίνεται η πρώτη γυναίκα που θα γράψει την τρίτη αυτοβιογραφία της στην σειρά. Το 1960 θα ακούσει για πρώτη φορά τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Μαζί με τον συγγραφέα Τζέιμς Κένελ, ιδρύουν το Cabaret for Freedom για να στηρίξουν την οργάνωση του Κινγκ, τη Southern Christian Leadership Conference.
Είναι η εποχή που η Μάγια Αγγέλου ευαισθητοποιείται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους πολιτικούς αγώνες παγκοσμίως. Υποστηρίζει τον Κάστρο και τάσσεται κατά του απαρτχάιντ. Τότε είναι που γνωρίζει τον επόμενο σύντροφό της και αγωνιστή της ελευθερίας Vusumzi Make και μαζί με εκείνον και τον γιο της μετακομίζουν στην Αίγυπτο όπου δουλεύει σαν ανταποκρίτρια σε διάφορα έντυπα. Έναν χρόνο αργότερα η σχέση τους θα διακοπεί και η Μάγια με τον γιο της θα μετακομίσει στην πόλη Άκρα της Γκάνα όπου και θα γίνει φίλη με τον Μάλκομ Χ. Μαζί θα οργανώσουν μια πορεία αλλά λίγες μέρες πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία εκείνος δολοφονείται. Εκείνη την ημέρα είναι τα γενέθλια της Μάγια που θα κάνει πολλά χρόνια μέχρι να τα ξαναγιορτάσει.
Το 1973 παντρεύεται τον Ουαλό επιπλοποιό Πολ Ντε Φε, πρώην άνδρα της γνωστής φεμινίστριας Ζερμέν Γκριρ. Τα επόμενα δέκα χρόνια η Μάγια Αγγέλου θα πετύχει ότι άλλοι καλλιτέχνες προσπάθησαν μια ζωή. Γράφει μουσική, άρθρα, διηγήματα, σενάρια, θεατρικά κείμενα, ποιήματα, σκηνοθετεί ντοκιμαντέρ. Ο θεατρικός κριτικός Χίλτον Αλς αναφερόμενος στις μέρες που η Μάγια Αγγέλου χόρευε και τραγουδούσε calypso γράφει στο New Yorker: «Η Αγγέλου ακολούθησε την μόδα της εποχής υπογράφοντας ένα άλμπουμ, αλλά δεν ήταν το άλμπουμ το θέμα. Ούτε το να εξελίξει την τέχνη της. Η δόξα, όχι η τέχνη, ήταν ο στόχος της» Της το είχε πει και η ίδια η Μπίλι Χόλιντεϊ, με την οποία γνωρίζονταν προσωπικά, όταν την είχε παρακολουθήσει σε μια από τις δημοφιλείς της τότε performance. «Θες να γίνεις διάσημη έτσι δεν είναι; Θα γίνεις. Αλλά δεν θα είναι για το τραγούδι».« Η Αγγέλου ήταν αποφασισμένη να κάνει ό,τι χρειαστεί για να ικανοποιήσει το μεσοαστικό της όνειρο» συνεχίζει ο Αλς στο άρθρο του στο New Yorker . Στο Gather Together in my name γράφει: «Θα πιάσω ένα διαμέρισμα με ξύλινα έπιπλα.. Το δωμάτιο μου θα σείεται από ροζ βολάν και δαντέλες. Το δωμάτιο του γιου μου θα είναι βαμμένο κίτρινο και άσπρο με χαρούμενα ζωάκια να σκαρφαλώνουν στους τοίχους και ακριβά παιχνίδια αποθηκευμένα με τάξη στην γωνία. Φρεσκοψημένα ψωμάκια θα δίνουν στην κουζίνα έναν αέρα εξοχής».
Η Αγγέλου όχι μόνο κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο της αλλά και να το ξεπεράσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της διατηρούσε μια αποικιακού στιλ έπαυλη δέκα δωματίων στην Βόρεια Καρολίνα, γεμάτη αυτοκίνητα αντίκες, έργα τέχνης αλλά και οχτώ κλουβιά πουλιών για να υπενθυμίζουν την επιτυχία του βιβλίου Ξέρω γιατί το φυλακισμένο πουλί τραγουδά που ήταν αυτό που έκανε όλα αυτά δυνατά. Το σπίτι το αγόρασε όταν μετά τον χωρισμό της από τον τελευταίο της άνδρα, της προσέφεραν μια μόνιμη θέση καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Wake Forest. «Στην αρχή σκέφτηκα να αγοράσω ένα μικρό χαριτωμένο σπιτάκι» είπε όταν ρωτήθηκε από την Wall Street Journal. «Θα το τύλιγα γύρω μου με έναν ποιητικό τρόπο και θα ζούσα μια ποιητική ύπαρξη. Αλλά μετά σκέφτηκα. Μια στιγμή! Αν μετακομίσω από ένα σπίτι δέκα δωματίων σε ένα τριών ή τεσσάρων, τι θα λέω στον εαυτό μου. Ότι συρρικνώθηκα; Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό».
Και το σπίτι στην Βόρεια Καρολίνα και αυτό που διατηρούσε στην Νέα Υόρκη, ήταν πάντα γεμάτα φίλους. Οι λίστα των καλεσμένων της την ημέρα των Ευχαριστιών έφτανε τους διακόσιους. Τα δείπνα που οργάνωνε ήταν μυθικά. Μερικές από τις συνταγές που κατά καιρούς απολάμβαναν οι καλεσμένοι της περιλαμβάνονται στο βιβλίο Great Food All Day Long (Random House) που εξέδωσε το 2010. Πολυγραφότατη έως το τέλος δεν άλλαζε ποτέ την καθημερινή της συγγραφική τελετουργία. Έκλεινε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου από το οποίο είχαν αφαιρεθεί οι πίνακες μετά από δική της απαίτηση για να μην την αποσπούν και έμενε εκεί γράφοντας μέχρι το απόγευμα περίπου δέκα με δεκαπέντε σελίδες ημερησίως. Σε ηλικία 86 ετών η Μάγια Αγγέλου έφυγε από την ζωή πλήρης ημερών. Ίσως η ουσία της ζωής της να συνοψίζεται στην φράση που είχε πει η ίδια. «Έμαθα ότι οι άνθρωποι μπορεί να ξεχάσουν τι είπες ή τι έκανες, δεν θα ξεχάσουν όμως ποτέ πώς τους έκανες να αισθάνονται».
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Marie Claire τον Αύγουστο του 2014