top of page

Την γνωρίσαμε στην ταινία biopic για τον Steve Jobs του Ντάνι Μπόιλ. Είναι η Τζοάνα Χόφμαν, η μοναδική γυναίκα στην ομάδα που δούλεψε για τα Macintosh.

 η ομάδα που δούλεψε για τα Macintosh

Σε μια εποχή που ακόμη κουβεντιάζουμε γιατί δεν βλέπουμε πολλές γυναίκες να να διαπρέπουν στον τομέα της τεχνολογίας, η Χόφμαν ήταν στην στενή ομάδα που δούλεψε για το πρώτο Macintosh και πιο συγκεκριμένα το πέμπτο στην σειρά μέλος που μπήκε στην ομάδα για να ασχοληθεί με το κομμάτι του marketing. Επιπλέον η Χόφμαν είχε γράψει μέρος του πρώτου draft των οδηγιών για τους χρήστες που αφορούσε το interface. Εκτός από δεξί χέρι του Τζομπς, η Τζοάνα Χόφμαν ήταν το μόνο πρόσωπο που τολμούσε να αμφισβητεί την διάνοια του Τζομπς και μια από τους ελάχιστους ανθρώπους που δεν επηρεαζόταν από την ικανότητα του να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν αυτό που εκείνος ήθελε. Τα δύο πρώτα χρόνια που δούλεψε για την εταιρεία είχε κερδίσει δύο φορές το (χιουμοριστικό) βραβείο του «ανθρώπου που έκανε την πιο καλή δουλειά στο να αμφισβητεί τον Τζομπς» που είχε καθιερωθεί στην Αpple. Βραβείο που γνώριζε και ενέκρινε και ο ίδιος ο Τζομπς. Η Χόφμαν ακολούθησε τον Τζομπς και στο μετά Apple εγχείρημα του, την εταιρεία Next.


H Kate Winslet σαν Johanna Hoffman

Πριν δουλέψει για την Apple η Χόφμαν είχε σπουδάσει Φυσική και Ανθρωπολογία. Είχε Bachelor of Science in Humanities and Science από το MIT και είχε ξεκινήσει διδακτορικό στην Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο το οποίο εγκατέλειψε το 1980 για να δουλέψει στην Apple. Πώς βρέθηκε εκεί; Ήταν σε μια διάλεξη στο Xerox Parc όπου η Χόφμαν γνώρισε τον Τζεφ Ράσκιν, τον άνθρωπο που στρατολόγησε την ομάδα που δημιούργησε το πρώτο Mac. Για την ακρίβεια οι δυο τους είχαν μια έντονη διαφωνία στην διάρκεια της διάλεξης για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει ένα κομπιούτερ και πως θα μπορούσε να βελτιώσει τις ζωές των ανθρώπων. Ο Ράσκιν εντυπωσιάστηκε τόσο από την Χόφμαν που την έστειλε να περάσει από interview στην Αpple. Η Κέιτ Γουίνσλετ που υποδύεται την Χόφμαν στην ταινία Steve Jobs συνάντησε την Χόφμαν αρκετές φορές. «Η συνάντηση μας ήταν καταπληκτική. Μπόρεσα να καταλάβω την πιο τρυφερή πλευρά του Τζομπς μέσα από εκείνη. Μου μίλησε για την σχέση που είχαν και γεγονότα που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος. Η Χόφμαν δεν φοβόταν τον Τζομπς. Τον αντιμετώπιζε σαν ίσο». Η Τζοάνα Χόφμαν αφού δούλεψε σαν marketing manager για την εταιρεία General Magic στα 90's το 1995 αποσύρθηκε για να αφιερωθεί στην οικογένεια της. Σήμερα ζει με τον άνδρα της Άλεν Ρόσμαν, επίσης πρώην στέλεχος στην Apple και με τα δυο τους παιδιά στη Silicon Valley.

Το κορίτσι που ταυτίστηκε με τον αγώνα για την εκπαίδευση των κοριτσιών, θα είναι πρότυπο για τις γυναίκες και τα κορίτσια όλου του κόσμου τώρα και για πάντα. Από τη Λουκία Λυκίδη

Μαλάλα

«Κατάγομαι από μια χώρα που δημιουργήθηκε τα μεσάνυχτα. Όταν κόντεψα να πεθάνω ήταν μεσημεράκι. Ένα χρόνο πριν άφησα το σπίτι μου για να πάω στο σχολείο και δεν επέστρεψα ποτέ. Με βρήκε μια σφαίρα των Ταλιμπάν και διακομίστηκα με αεροπλάνο από το Πακιστάν έχοντας χάσει τις αισθήσεις μου. Ορισμένοι λένε πως δεν θα γυρίσω ποτέ στην πατρίδα μου μα εγώ πιστεύω με όλη μου την καρδιά πως θα γυρίσω. Το να ξεριζώνεσαι απ'την χώρα που αγαπάς δεν το εύχομαι ούτε στον χειρότερο εχθρό μου». Κάπως έτσι ξεκινά το βιβλίο «Με λένε Μαλάλα», η ιστορία της διεθνώς γνωστής πια, που έγινε το σύμβολο του αγώνα για το δικαίωμα των κοριτσιών στην εκπαίδευση στην χώρα της.


Η πιο γνωστή έφηβη στον κόσμο, το κορίτσι που έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Time σαν ένας από τους ανθρώπους με την μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, η νεότερη υποψήφια για το Νόμπελ Ειρήνης και κάτοχος του βραβείου Ζαχάροφ, αποφάσισε να διηγηθεί την ιστορία της, σε ένα βιβλίο -που απαγορεύτηκε στην χώρα της- και έγινε ανάρπαστο σε όλο τον πλανήτη, γιατί τον συγκίνησε πραγματικά.


Με την ιστορία της και όλες τις λεπτομέρειες για την οικογένεια της, τον τρόπο που μεγάλωσε αλλά και τις λεπτομέρειες της επίθεσης που δέχτηκε από τους Τάλιμπαν στις 9 Οκτωβρίου 2012 μέσα στο σχολικό λεωφορείο που την γύριζε σπίτι. «Είχα αρχίσει να επιστρέφω με το λεωφορείο επειδή η μητέρα μου φοβόταν να μ' αφήνει να γυρίζω μόνη μου. Είχαμε δεχτεί κάμποσες απειλές στην διάρκεια της χρονιάς. Άλλες στις εφημερίδες και άλλες σε σημειώματα ή μηνύματα που μας μετέφεραν τρίτοι. Στον δρόμο μας δεν μπορούσες να μπεις με αμάξι, οπότε στον δρόμο του γυρισμού κατέβαινα από το λεωφορείο, περνούσα μια σιδερένια πύλη και ανέβαινα κάτι σκαλιά. Πίστευα πως αν ποτέ κανείς μου επιτίθεντο θα ήταν σε αυτά τα σκαλιά. Αναρωτιόμουν τι θα έκανα. Μπορεί να έβγαζα το παπούτσι μου και να του το πέταγα, αλλά μετά σκέφτηκα πως έτσι δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα σε εμένα και στον τρομοκράτη. Θα ήταν καλύτερο να τον παρακαλέσω λέγοντας: “Σύμφωνοι, πυροβόλησε με, μα πρώτα άκουσε με. Αυτό που κάνεις είναι λάθος δεν έχω τίποτα εναντίον σου προσωπικά, απλώς θέλω όλα τα κορίτσια να έχουν δικαίωμα στην εκπαίδευση”».

Οι απειλές εναντίον της Μαλάλα ξεκίνησαν μετά την αποκάλυψη πως εκείνη ήταν η αληθινή μαθήτρια blogger που έγραφε για το πως είναι να μεγαλώνεις κάτω από το καθεστώς τον Ταλιμπάν. Η ιδέα αρχικά ανήκε στους υπεύθυνους του σάιτ BBC Urdu που τυχαία απευθύνθηκαν στον πατέρα της Μαλάλα, που ήταν ιδιοκτήτης σχολείου, για να βρουν κάποια μαθήτρια που θα ήθελε να το κάνει. Καμία μαθήτρια δεν βρέθηκε και έτσι ο πατέρας της Μαλάλα προέτρεψε εκείνη να το κάνει. Ο πατέρας της Μαλάλα δεν ήταν ένας τυπικός Πακιστανός. Παντρεύτηκε την γυναίκα του από έρωτα, γιόρτασε όταν γεννήθηκαν οι κόρες του, φρόντιζε να μορφωθούν και τις άφηνε να μένουν ξύπνιες μέχρι αργά και να μιλούν για ποίηση και πολιτική. Η Μαλάλα μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που της εμπνέει τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Την κάνει να καταλάβει πως η μόρφωση είναι δύναμη. Της εμφυσά αγάπη για το σχολείο.


Μαλάλα

Η Μαλάλα είναι η ιδανική blogger. Μέσα από την δική της πένα η διεθνής κοινή γνώμη μαθαίνει πως είναι για ένα έφηβο κορίτσι να μεγαλώνει κάτω από την κυριαρχία των Ταλιμπάν. “Φοβόμουν να πάω σχολείο σήμερα γιατί οι Ταλιμπαν εξέδωσαν μια εντολή που απαγορεύει την φοίτηση των κοριτσιών. Από τις 27 μαθήτριες μόνο 11 ήρθαν σήμερα στην τάξη”. Στο blog της περιγράφει πως όλο και λιγότερες μαθήτριες έφταναν στο σχολείο μέχρι που το σχολείο της κλείνει. Η Μαλάλα γράφει χειρόγραφες σημειώσεις τις οποίες δίνει σε έναν ρεπόρτερ που τις σκανάρει και τις στέλνει με email. Πολλά σχολεία θα καταστραφούν από τους Ταλιμπάν μέχρι την ημέρα που ο τοπικός αρχηγός των Ταλιμπάν θα άρει την απαγόρευση της φοίτησης των κοριτσιών στα σχολεία, αρκεί αυτές να φορούν μπούργκα. "Από τον καιρό που οι Ταλιμπάν ανέλαβαν την εξουσία, το σχολείο μας δεν έχει πλέον επιγραφή και η περίτεχνη μπρούτζινη πόρτα στην μέση του άσπρου τοίχου, απέναντι από την μάντρα του ξυλοκόπου, δεν δίνει το παραμικρό στοιχείο για το τι κρύβεται πίσω της. Για μας τα κορίτσια η πόρτα εκείνη ήταν σαν μια μαγική είσοδος στον δικό μας ξεχωριστό κόσμο . Καθώς την διαβαίναμε χοροπηδώντας πετούσαμε τις μαντίλες μας στον αέρα σαν τον άνεμο που φυσά τα σύννεφα πέρα για να βγει ο ήλιος και έπειτα ανεβαίναμε τρέχοντας μπουλούκι τα σκαλιά". Η μέρα της επίθεσης ήταν μια τέτοια μέρα. Μονάχα που η Μαλάλα βρίσκονταν εν μέσω εξετάσεων και ο νους της έτρεχε στο επόμενο μάθημα και στο πώς θα τα πήγαινε. «Ο αέρας μέσα στο λεωφορείο ήταν ζεστός και κόλλαγε πάνω σου. Το λεωφορείο έστριψε δεξιά από τον κεντρικό δρόμο στο φρουρούμενο φυλάκιο όπως πάντα και έπειτα στη γωνία που περνούσε δίπλα από το έρημο γήπεδο του κρίκετ. Το λεωφορείο σταμάτησε απότομα. Ξαφνικά ένας γενειοφόρος άνδρας έκανε νόημα στο λεωφορείο να σταματήσει. “Αυτό είναι το λεωφορείο της σχολής Χουσάλ;" ρώτησε τον οδηγό μας. Η ερώτηση ήταν βλακώδης γιατί το όνομα του σχολείου ήταν γραμμένο πάνω στο λεωφορείο. "Θέλουμε πληροφορίες σχετικά με κάποιες μαθήτριες" είπαν. "Θα πρέπει να πάτε στην γραμματεία" είπε ο οδηγός. Καθώς μιλούσαν ένας άλλος λευκοντυμένος νεαρός πλησίασε το πίσω μέρος του λεωφορείου. ”Κοίτα είναι ένας από αυτούς τους δημοσιογράφους και έρχεται να σου ζητήσει συνέντευξη" είπε φίλη μου η Μονίμπα. Από τότε που είχα αρχίσει να μιλάω μαζί με τον πατέρα μου σε εκδηλώσεις, για την εκστρατεία εκπαίδευσης των κοριτσιών, δημοσιογράφοι εμφανίζονταν συχνά. Ο συγκεκριμένος φορούσε ένα μυτερό καπέλο και είχε ένα μαντίλι που κάλυπτε τη μύτη και το στόμα του λες και είχε γρίπη. "Ποια από σας είναι η Μαλάλα;" ρώτησε με τόνο προσταγής. Κανείς δεν μίλησε αλλά πολλά κορίτσια γύρισαν και με κοίταξαν, ήμουν η μόνη που δεν φορούσα μαντίλα Τότε ύψωσε ένα μαύρο πιστόλι. Αργότερα έμαθα ότι ήταν Κολτ σαρανταπεντάρι. Κάποια κορίτσια ούρλιαξαν. Η Μονίμπα μου είπε ότι της έσφιξα το χέρι. Οι φίλες μου λένε ότι πυροβόλησε τρεις φορές απανωτά. Η πρώτη σφαίρα διαπέρασε τον οφθαλμικό κόγχο και βγήκε από το αριστερό ώμο». Το επόμενο πράγμα που θυμάται η Μαλάλα είναι να ξυπνά εφτά μέρες μετά στο νοσοκομείο Queen Elizabeth στο Μπέρμπινχαμ. «Υπάρχουν εικόνες στο μυαλό μου που έρχονται από καιρό σε καιρό» είπε σε δημοσιογράφο του BBC. «Σε μια από αυτές είμαι στο φορείο και βλέπω πολύ κόσμο γύρω μου. Αναζητώ με τα μάτια τον πατέρα μου και αναρωτιέμαι που είναι. Δεν μπορώ να μιλήσω. Κάποια στιγμή τον βλέπω. Κάτι μου λέει. Σκέφτομαι μήπως έχω πεθάνει. Και μετά πάλι σκέφτομαι αν έχω πεθάνει πώς μιλάω στον εαυτό μου». Όσο η Μαλάλα βρίσκεται στο νοσοκομείο και παλεύει για την ζωή της, το όνομα της, η δράση, τα πιστεύω και ο σκοπός της γίνονται διεθνώς γνωστά. Τα Ηνωμένα Έθνη ξεκινούν μια εκστρατεία συγκέντρωσης ψήφων με τίτλο «I am Malala» που ζητά όλα τα παιδιά του κόσμου να βρίσκονται σε σχολεία μέχρι το 2015. Ταυτόχρονα συστήνεται το Malala Fund για την χρηματοδότηση. Η Μαλάλα πια έχει κερδίσει την μάχη με την ζωή και στα 16 της υπογράφει το πρώτο αυτοβιογραφικό της βιβλίο. Όταν ρωτήθηκε από το BBC πότε θα επιστρέψει στο Πακιστάν απάντησε: «Πρέπει πρώτα να δυναμώσω. Να σπουδάσω, να γίνω δυνατή και σίγουρα μια μέρα θα επιστρέψω».


To άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Marie Claire τον Φεβρουάριο του 2014.

Η ιστορία της ζωής της πλέον αναγνωρίσιμης διεθνώς ελληνίδας εικαστικού μας, της γλύπτριας Chryssa αποκαλύπτει από τι υλικό είναι φτιαγμένο το ταλέντο και η επιτυχία.



ελληνίδα εικαστικός Chryssa

Ήταν φίλη του Άντι Γουόρχολ, του Τζάκσον Πόλοκ και του Γουίλεμ Ντε Κούνιν. Ήταν μόλις 26 όταν έργο της εκτέθηκε για πρώτη φορά στο Μουσείο Γουίτνει της Νέας Υόρκης, ενώ στα 28 της έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση στο Γκούγκενγχαιμ της Νέας Υόρκης. Για την τέχνη της έγραψαν διθυράμβους οι μεγαλύτεροι κριτικοί τέχνης και το όνομα της πρόφεραν με σεβασμό οι μεγαλύτεροι γκαλερίστες όπως η Ντόροθι Μίλερ, η Μπέτι Πάρσονς και ο Λίο Καστέλι, ο σύμβουλος αγορών του Λευκού Οίκου. Στην Αμερική η Chryssa –το αληθινό της όνομα ήταν Χρύσα Βαρδέα- υπέγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας γλυπτικής. Οι "Πύλες της Times Square", τα "Κυκλαδικά βιβλία", η "Κλυταιμνήστρα" που οι Αθηναίοι έχουν την τύχη να βλέπουν έξω από το Μέγαρο Μουσικής είναι μερικά από τα πιο γνωστά από τα 500 περίπου έργα που δημιούργησε στην διάρκεια της ζωής της, 130 από τα οποία φιλοξενούνται στα διασημότερα μουσεία του κόσμου, όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού ή το MOMA της Νέας Υόρκης. Στην Αμερική έζησε και δημιούργησε 47 ολόκληρα χρόνια για να επιστρέψει εδώ μόνο προς το τέλος της ζωής της, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2013 στο σπίτι που ζούσε τα τελευταία χρόνια στην Κηφισιά.

Η Χρύσα στον χώρο του Σινέ Όασις που χρησιμοποιούσε σαν ατελιέ
Η Χρύσα στον χώρο του Σινέ Όασις που χρησιμοποιούσε σαν ατελιέ

Μια ελληνίδα στη Νέα Υόρκη


" Όταν πρωτοπήγε στην Νέα Υόρκη, περπατούσε στους δρόμους του Μανχάταν και κοιτούσε τα φωτισμένα κουδούνια" εξομολογήθηκε χρόνια πριν στον κριτικό τέχνης, μελετητή του έργου της αλλά και προσωπικό της φίλο Τάκη Μαυρωτά. «Της δίνανε μια ελπίδα ζωής, μια ελπίδα ότι υπήρχαν άλλοι άνθρωποι, ίσως και πάρα πολύ ενδιαφέροντες μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο της Νέας Υόρκης» μου λέει ο ίδιος. Την γνώρισε εικοσιπέντε χρόνια πριν στο στούντιο της στο 863 της οδού Broadway στο Σόχο, εκείνη ήδη μια καταξιωμένη καλλιτέχνης πια, λίγο καιρό πριν η ίδια έρθει στην Αθήνα με πρόσκληση του Χρήστου Λαμπράκη για να δημιουργήσει τα "Τοπία Πόλεων" στον χώρο που της είχε παραχωρηθεί σαν ατελιέ σε έναν παλιό κινηματογράφο στο Παγκράτι, το Σινέ Όασις.

To έργο της Chryssa Chinese (1984)
To έργο της Chryssa Chinese (1984)

«Το ατελιέ της στην Νέα Υόρκη σου έδινε την αίσθηση ενός ναού της τέχνης» θυμάται ο Τάκης Μαυρωτάς. «Ένας ολόκληρος όροφος με κίονες ιωνικού ρυθμού και γύρω γύρω τα τεράστια γλυπτά της από νέον και το υλικό που φτιάχνονται τα αεροσκάφη. Στα τραπέζια έβλεπες να απλώνεται όλη η καριέρα της μέσα από τα λευκώματα των εκδόσεων Thames & Hudson καιAbrams». Από το ατελιέ της θα περάσουν μεγάλοι καλλιτέχνες, κριτικοί και έμποροι της τέχνης αλλά και οι λιγοστοί αφοσιωμένοι φίλοι. Εκεί θα βρεθεί και η νεαρή τότε ανιψιά της, δημοσιογράφος Ελένη Πετάση, κόρη της αδερφής της, Μαρίας. «Όσο επιβλητικό και γεμάτο από τα τεράστια μνημειακά έργα της ήταν το σαλόνι, τόσο γεμάτη λουλούδια και φως, τόσο τρυφερή, ήταν η κρεβατοκάμαρα της». θυμάται η Ελένη Πετάση. Μαζί γύριζαν από γκαλερί σε γκαλερί. «Θυμάμαι μου έδειχνε τα έργα καλλιτεχνών, μου εξηγούσε και μου έλεγε. Δεν φτάνει μόνο το ταλέντο και η δουλειά για να πετύχεις. Μεγάλη σημασία έχει και η τύχη». Θυμάμαι είχαμε πάει και σε μια παράσταση του Μπομπ Γουίλσον, όταν τότε ήταν ακόμη άγνωστος. Ήταν και καταπληκτική μαγείρισσα». Μέσα σε αυτό το ατελιέ ακούραστα δουλεύει προσπαθώντας να αρθρώσει την τέχνη της. «Δεκαέξι με είκοσι ώρες την ημέρα, ακούγοντας τον αγαπημένο της Μπαχ και τρώγοντας μπιζελόσουπα που έπαιρνε από το απέναντι εβραικό εστιατόριο. Μέρα νύχτα χωρίς να ξέρει τι καιρό έκανε έξω, αν ήταν Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά, τόσο αφοσιωμένη σε αυτό που έκανε», μου λέει ο Τάκης Μαυρωτάς.


Η Chryssa δουλεύοντας στο ατελιέ


Ζωγραφίζοντας με κιμωλία


Μεγαλώνοντας η Ελένη Πετάση ακούει διηγήσεις για την θεία της. Για το πόσο ατίθαση ήταν μικρή, για το πώς έβγαινε στους δρόμους της γειτονιάς της στου Ζωγράφου και ζωγράφιζε στους τοίχους με κιμωλία.. «Ήταν ελεύθερο πνεύμα. Θα μπορούσε κανείς να την πει εκκεντρική ή τουλάχιστον ασυνήθιστη για γυναίκα της εποχής της». Είναι λίγες οι φορές που η ίδια μιλά για τα παιδικά της χρόνια. «Δεν γνώρισα πατέρα. Πέθανε πριν γεννηθώ. Η μητέρα μου έμεινε φτωχή με τρία ορφανά κορίτσια, Νοικιάζαμε μερικά δωμάτια για να τα βγάλουμε πέρα. Ήμουν η μικρότερη από τις δύο αδερφές μου» θα πει στον Τάκη Μαυρωτά στο βιβλίο του με τίτλο Χρύσα που κυκλοφόρησε το 2011 από τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη σε μια από τις σπάνιες εξομολογήσεις της που φωτίζουν λεπτομέρειες της ζωής της που δεν είχαν γίνει γνωστές πριν. «Στον πόλεμο η Γκεστάπο με συνέλαβε δυο φορές. Με ανέκριναν για την μητέρα και την αδερφή μου, που ανήκαν σε μια αντιστασιακή οργάνωση.. Ζωγράφιζα σημαίες σε κομμάτια χαρτί και τις πετούσα στους δρόμους». Για τα παιδικά της χρόνια θα πει. «Μου άρεσε το σχολείο, ήθελα να φεύγω από το σπίτι. Αλλά μου άρεσε να φεύγω και από το σχολείο, να κάνω περιπάτους στον Εθνικό Κήπο, στο Ζάππειο, στην Αίγλη. Έβλεπα και κινηματογράφο, ταινίες όπως τα Ανεμοδαρμένα Ύψη». Η Χρύσα σπουδάζει σε σχολή κοινωνικών λειτουργών. «Μετά το σεισμό της Ζακύνθου το 1953 με επιστράτευσαν. Έμοιαζε σαν ταινία τρόμου. Ζούσαμε σε αντίσκηνα χωρίς ρεύμα και με το νερό της βροχής να μπαίνει μέσα. Εκεί έκανα την πρώτη μου ζωγραφιά. Ήταν μια θλιβερή ζωγραφική με θέμα τα ερείπια του σεισμού. Εκείνα τα χρόνια διάβαζα ανελλιπώς την στήλη του Άγγελου Προκοπίου στην Καθημερινή και βρήκα τρόπο να του δείξω το έργο μου. «Βλέπω ορισμένες περιοχές φτιαγμένες από μεγάλο μετρ», μου είχε πει. Αυτό ήταν η αρχή. Με όσα χρήματα είχα μαζέψει τα εγκατέλειψα όλα και έφυγα για το Παρίσι». Εκεί θα σπουδάσει στην Ακαδημία Grand Chaumiere σύντομα όμως φεύγει για το Σαν Φρανσίσκο. Ήθελε να γνωρίσει την Αμερική. Πίστευε ότι εκεί θα απολάμβανε μεγαλύτερη ελευθερία. Το 1956 εγκαθίσταται στην Νέα Υόρκη. Ο καλλιτέχνης Μιχάλης Λεκάκης την πληροφορεί ότι το Μουσείο Γουίτνει θα φιλοξενήσει μια έκθεση με νέους καλλιτέχνες και αν θέλει να συμμετέχει πρέπει να παρουσιάσει ένα άλμπουμ με φωτογραφημένα τα έργα της. Ελλείψει χρημάτων η φίλη της ζωγράφος Άγκνες Μάρτιν προθυμοποιείται να της τα φωτογραφίσει αλλά τελικά φτάνει στο Μουσείο εκπρόθεσμη. Η υπάλληλος στην υποδοχή του μουσείου αισθάνεται την απογοήτευση της και δέχεται να πάρει το άλμπουμ. Της λέει να περάσει την επομένη να το πάρει. Όταν η Χρύσα επιστρέφει την ενημερώνει χαμογελαστή ότι την περιμένει στο γραφείο του ο διευθυντής του Μουσείου. Της λέει πως διάλεξαν το μεγαλύτερο έργο της για να τοποθετηθεί στο κέντρο της έκθεσης . Είναι 1959 όταν το "Τόξο" εκτίθεται στην κεντρική περίοπτη θέση στο Γουίτνει. «Η φίλη μου Άγκνες Μάρτιν και πάλι, με βοήθησε να καθαρίσω το έργο από την σκόνη και μαζί πήγαμε στα εγκαίνια της έκθεσης χωρίς να ξέρουμε τίποτα από δημόσιες σχέσεις και κοινωνικές επαφές. Πολύ νωρίς γυρίσαμε στο ατελιέ. Βλέπεις ήμασταν αφοσιωμένες μόνο στην τέχνη. Την Κυριακή νωρίς το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και η Άγκνες μου λέει να αγοράσω τους New York Times. O τότε μεγάλος κριτικός τέχνης Στιούαρτ Πρίνστον έγραφε πως "η έκθεση στο μουσείο Γουίτνει ήταν μια τεράστια αποτυχία με εξαίρεση τον Αλεξάντερ Κάλντερ και μια νέα καλλιτέχνιδα με το όνομα Χρύσα". Αυτό το άρθρο το 1959 με έκανε γνωστή και σχεδόν αμέσως με ανέλαβε η γκαλερί της Ντόροθι Μίλερ Αυτή είναι η πιο ωραία ιστορία της ζωής μου» αναφέρεται στο βιβλίο Χρύσα.

Έργο από αλουμίνιο και νέον
Έργο από αλουμίνιο και νέον

Δωρικός Ρυθμός


Το 1961 θα ακολουθήσει η πρώτη ατομική στο Γκούγκενχαιμ με εκθέματα όπως το "Τόξο", οι "Εφημερίδες", το "γράμμα F", το "γράμμα Ε" και τα "Κυκλαδικά Βιβλία", ενώ λίγο καιρό μετά συμμετέχει στην ομαδική έκθεση "Δεκάξι Αμερικανοί Καλλιτέχνες" στο Μουσείο Μοντέρνα Τέχνης. Μεγάλοι τεχνοκριτικοί μιλούν για την καινοτομική και πρωτοποριακή γλυπτική της Χρύσας, στην οποία βρίσκουμε μια άμεση σύνδεση με την σοφία της αρχαίας γλυπτικής. Ο καλλιτέχνης Δημήτρης Αντωνίτσης από την νεότερη γενιά καλλιτεχνών που την γνώριζε προσωπικά επιχειρεί να εξηγήσει την απήχηση που είχε το έργο της στην Αμερική. «Ήταν natural force. Είχε ένα έντονο δωρικό στοιχείο που αρέσει πολύ στους ανθρώπους στο εξωτερικό. Την Χρύσα την κατάλαβα καλύτερα όταν δυο χρόνια πριν αγόρασα ένα σπίτι στην Μάνη. Τότε συνειδητοποίησα ότι η Χρύσα ήταν τυπική Μανιάτισσα. Αν θα την παρομοίαζα με κάτι θα ήταν με τις άνυδρες ελιές έξω από τη Αρεόπολη που επιβιώνουν με όλους τους καιρούς». Στην δεκαετία του ’80 θα δημιουργήσει μερικά από τα διασημότερα έργα της χρησιμοποιώντας το νέον, ένα παρεξηγημένο υλικό που βρέθηκε στο απόγειο του στις κιτς επιγραφές στο Λας Βέγκας. Θα πειραματιστεί με τα γράμματα και με τους αριθμούς, θα δημιουργήσει τεράστια μνημειακά έργα, θα βάλει τον ήχο και την μουσική στα έργα της. Ακόμη και το νέον θα αποκτήσει μουσικότητα, αναβοσβήνοντας με συγκεκριμένο ρυθμό σαν να ακολουθεί μια παρτιτούρα. Το 1990 έρχεται στην Ελλάδα προσκεκλημένη του Χρήστου Λαμπράκη. Το Σινέ Όασις, ένας εγκαταλειμμένος κινηματογράφος στο Παγκράτι θα γίνει το ατελιέ μέσα στο οποίο θα δημιουργήσει έργα όπως τα "Τοπία Πόλεων", Το "Πέταγμα των Πουλιών" και φυσικά το έργο "Κλυταιμνήστρα" που θα τοποθετηθεί έξω από το κτίριο του Μεγάρου.

«Μπαίνοντας μέσα σε αυτόν τον χώρο την έβλεπες σκυμμένη για ώρες πάνω από το τραπέζι, να προσέχει κάθε λεπτομέρεια των σχεδίων που θα καθοδηγούσαν τους συνεργάτες της στο κόψιμο και την επεξεργασία του ακριβού και δύσκολου υλικού από το οποίο φτιάχνονταν τα αεροσκάφη, σε τεράστιες μνημειακές φόρμες που έφταναν και τα δυόμιση μέτρα. Ήταν πια μια διάσημη καλλιτέχνης, σίγουρη για αυτό που έκανε. Ήταν αποφασιστική, δεν έδειχνε να βασανίζεται από διλήμματα» μου λέει ο Τάκης Μαυρωτάς που την παρακολούθησε για να καταγράψει αυτό που λίγο καιρό μετά θα γινόταν το αντικείμενο του βιβλίου Chryssa:Σινέ Οασις 1990-1995. Ανάμεσα στα έργα που δημιουργούνται στο Σινέ Όασις βρίσκεται και το αυτοβιογραφικό Ambulance με τον ήχο του ασθενοφόρου να αναστατώνει τις αισθήσεις, ένα έργο που μιλά για την περίοδο που η Χρύσα χρειάστηκε να εισαχθή σε ψυχιατρική κλινική. Ήταν στην έκθεση Documenta στο Κάσελ της Γερμανίας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 που η Χρύσα θα κάνει μια πολύ σημαντική γνωριμία που γίνεται αφορμή για την δημιουργία ενός από τα σημαντικότερα έργα της. Το ζεύγος Μέτερνιχ ενθουσιασμένο από την χρήση του νέον στις δημιουργίες της, της ζητά να διαμορφώσει ανάλογα το σαλόνι στον πύργο τους. Εκείνη κλείνει τα παράθυρα με έργα από νέον εμποδίζοντας την θέα του χώρου στους κήπους και το δάσος. Ο χώρος αυτός, το Metternich Dining Room θα φωτογραφηθεί σε πολυάριθμα περιοδικά τέχνης και αρχιτεκτονικής σε όλο τον κόσμο.


Τα πρώτα χρόνια στο ατελιέ της στη Νέα Υόρκη
Τα πρώτα χρόνια στο ατελιέ της στη Νέα Υόρκη

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Κάποιοι από τους ανθρώπους που την έζησαν την περιγράφουν σαν την εσωστρεφή, απορροφημένη στο έργο της καλλιτέχνη. «Την θυμάμαι να μιλά ατέλειωτες ώρες για την γλυπτική, για τους μεγάλους καλλιτέχνες που συναναστράφηκε και κάποια στιγμή να σταματάει να αφηγείται και να με ρωτά «Τάκη είσαι ευτυχισμένος;». Αυτήν την αιφνίδια ερώτηση πάντα την θυμάμαι. Τόσο απλή ερώτηση μα τόσο σημαντική. Τις πιο αιφνίδιες ώρες της νύχτα θα άκουγες να σε πάρει για να ακούσει τί κάνεις και απότομα μετά να σου κλείσει το τηλέφωνο» λέει συγκινημένος ο αγαπημένος μακροχρόνιος της φίλος.Ο Δημήτρης Αντωνίτσης θυμάται τις εξόδους τους στα ήσυχα νεουορκέζικα στέκια που αγαπούσε –«μακριά από τα posh εστιατόρια του Σόχο» αλλά και την επιμονή της να καπνίζει σε πείσμα των αντικαπνιστών Αμερικανών. «Θυμάμαι είχαμε πάει σε ένα ιταλικό και άναψε το τσιγάρο της δίπλα από μια οικογένεια με ένα μωρό στο καρότσι. Τίποτα δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα σε αυτήν και το αγαπημένο της τσιγάρο». Ήταν σε μια συνέντευξη της λίγα χρόνια πριν στα Νέα και τον Θανάση Νιάρχο που είχε μιλήσει για τον Άντι Γουόρχολ και τα νεουορκέζικα πάρτι. «Ο κόσμος τον φαντάζεται ως έναν άνθρωπο ιδιότροπο και sui generis. Μιλούσες όμως μαζί του όχι μόνο για την τέχνη αλλά και για πολύ απλά πράγματα. Τον έβλεπα στα πάρτι. Δεν άφηνε κυριολεκτικά κανένα και εκεί έκανε πάντα τον σοβαρό και τον σπουδαίο».

Από νεαρή ηλικία της άρεσε να φοράει χρώματα. «Αγάπαγε τα μοτίβο της Etro» θυμάται ο Τάκης Μαυρωτάς από το τελευταίο τους ταξίδι στην Ρώμη. «Ντυνόταν σαν να σχεδιάζει» μου λέει η Ελένη Πετάση. Ο Δημήτρης Αντωνίτσης πάλι θυμάται τις πειρατικές μπότες που αγάπησε στην βιτρίνα της τότε νέας μπουτίκ της Vivien Westwood στο Σόχο. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια στο πλευρό της βρέθηκε η βοηθός της Αναλίς Πουπέσκο. Μαζί ταξίδεψαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη, γυρίζοντας σε μουσεία και γκαλερί. Η Αναλίς, φίλη της, βοηθός και ο άνθρωπος που την συντροφεύει τα τελευταία χρόνια της ζωής της εγκαθίσταται μαζί της στο σπίτι της στην Κηφισιά όταν εκείνη αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Η τέχνη της Χρύσας κατέλαβε τόσο μεγάλο μέρος της ζωής της που δεν άφησε χώρο για προσωπική ζωή. Η ίδια ποτέ δεν εξομολογήθηκε αν το είχε ποτέ μετανιώσει. Οι δύο τελευταίες εκθέσεις της καριέρας της θα γίνουν στην Ελλάδα. Η μία στο Ευρωπαικό Κέντρο Δελφών και η άλλη στο Mihalarias Art Center το 2000. "Το φθινόπωρο θα μπω σε ένα καινούργιο ατελιέ", έλεγε στους καλούς της φίλους καθισμένη στην πολυθρόνα στο σαλόνι του σπιτιού της στην Κηφισιά αγκαλιά με το σκυλάκι της το Πούπουλο. Στις 23 Δεκεμβρίου νικημένη από πολλαπλά προβλήματα υγείας, η Χρύσα άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία ογδόντα ετών, μέσα στις αποχρώσεις του μπλε και του κόκκινου νέον που τα έργα της αντανακλούσαν στο δωμάτιο. Την ίδια ώρα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η πόλη που την ανέδειξε και το έμβλημα της, η Times Square στεκόταν κατάφωτη περιμένοντας τα Χριστούγεννα.

Anchor 1

Generation Woman: The Feminine Point of View - Women Empowerment Magazine-  Mentoring - Girl's Lifestyle- Female Icons

  • Facebook
  • Instagram
bottom of page