top of page
Writer's pictureGeneration Woman Team

Κίττυ Αρσένη

Ηθοποιός του θεάτρου, αγαπημένη δασκάλα, η γυναίκα που κατήγγειλε πρώτη τα βασανιστήρια της Χούντας, γνωστή για την μαχητικότητα, το ελεύθερο πνεύμα αλλά και το φωτεινό βλέμμα της. Από την Λουκία Λυκίδη.




17 Σεπτεμβρίου του 2013. Κοιμητήριο Αμαρουσίου. Όλοι οι αγαπημένοι της είναι εκεί. Η νεκρώσιμη τελετή είναι πολιτική. Όπως το είχε ζητήσει. Οι επικήδειοι που εκφωνούν οι δικοί της άνθρωποι μοιάζουν με συνεχή φλας μπακ σε μια ζωή που ούτως η άλλως θα μπορούσε να είναι κινηματογραφική ταινία. Τα γυμνασιακά χρόνια στο Τοσίτσειο Αρσάκειο, η σχολή του Κουν, οι μεγάλοι ρόλοι, τα βασανιστήρια στην στα κρατητήρια της Ασφάλειας στην Μπουμπουλίνας, τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι, η κατάθεση στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα βασανιστήρια της Χούντας, τα χρόνια της θεατρικής ομάδας του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι τα παιδιά από αυτήν την τελευταία, οι μαθητές της, που σήμερα της τραγουδούν το Κεφαλλονίτες Άρχοντες, ένα από τα παραδοσιακά τραγούδια που η κεφαλλονίτισσα Κίττυ Αρσένη τους δίδαξε στην διάρκεια των προβών της Ιφιγένειας εν Ληξουρίω του Πέτρου Κατσαίτη που ανέβασαν.


Όσοι γνώρισαν την Κίττυ Αρσένη μιλούν για το διαπεραστικό έντονο βλέμμα της, για τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητα της. Για την γοητεία της επάνω στην σκηνή αλλά και για την συνέπεια αυτών που έλεγε με αυτά που έκανε. Θυμούνται πως αρκετές φορές βρέθηκε αντιμέτωπη με τον αδερφό της, τον Γεράσιμο Αρσένη, εκείνη από την θέση της Γενικής Γραμματέα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών –είχε πρωτοστατήσει στην επανασύσταση του σωματείου μετά την μεταπολίτευση- και εκείνος από αυτήν του Υπουργού τότε Οικονομικών. Και αργότερα όμως την δεκαετία του ’90 προέτρεπε τους φοιτητές του Παντείου να συγκρουστούν και να διεκδικήσουν τα αιτήματα τους πάλι από τον αδερφό της, Υπουργό Παιδείας τότε.



ΜΙΑ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ Τ’ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ

Η Κίττυ Αρσένη γεννιέται το 1935 στο Αργοστόλι. Ο πατέρας της Διονύσης Αρσένης είναι Διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα και οι συχνές του μεταθέσεις αναγκάζουν την την οικογένεια να μετακινείται συχνά. Καλαμάτα, Κύθηρα, Κύμη, Ζάκυνθος. Στην τελευταία η Κίττυ θα δει για πρώτη φορά θέατρο. Μεγαλώνει μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό της, τον Γεράσιμο αλλά και τον μικρότερο, τον Βικέντιο. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους το 1948, τα παιδιά εγκαθίστανται με την μητέρα τους στην Αθήνα. Η παιδική φίλη της από το Αρσάκειο, Μπούμπα Δημητροκάλλη θυμάται: «Η Κίττυ ήρθε στο σχολείο στην Τετάρτη Γυμνασίου. Είχε μόλις χάσει τον πατέρα της αλλά έμπαινε μέσα στην τάξη με ένα φωτεινό βλέμμα και ένα πλατύ χαμόγελο. Φαινόταν τόσο περήφανη και αγέρωχη που δεν σε άφηνε να την λυπηθείς. Στην κοριτσοπαρέα ήμασταν έξι. Δέσαμε αμέσως. Αυτοαποκαλούμασταν Πλιάδα. Είχαμε παραφράσει λίγο τις Πλειάδες, γιατί εκείνες ήταν επτά και εμείς έξι. Όποια είχε να πάρει σοκολάτα την μοιραζόταν με τις υπόλοιπες. Επίσης κρατούσαμε τα χρήματα που μας έδιναν οι γονείς μας για το τραμ και πηγαίναμε στο βιβλιοπωλείο Προμηθέας και αγοράζαμε βιβλία, καθεμιά μας διαφορετικό για να τα ανταλλάζουμε και να διαβάζουμε περισσότερα. Επιλέγαμε Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Άγγελο Τερζάκη αλλά και ό,τι μεταφράζονταν τότε από Βίκτωρ Ουγκό μέχρι Μποντλαίρ. Η Κίττυ από τότε έγραφε και απήγγειλε πολύ όμορφα. Της έδιναν πάντα το καλύτερο ποίημα. Ήθελε να γίνει ηθοποιός και το έλεγε. Στα ραβασάκια που ανταλλάσσαμε την ώρα του μαθήματος μας προέτρεπε να κάνουμε εράνους για τους φυλακισμένους και τους εξόριστους ώστε να νιώσουν ότι έξω από τα κάγκελα υπήρχαν άνθρωποι που τους σκέφτονταν».


ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Μόλις τελειώνει το σχολείο δίνει για την σχολή του Κουν. Καθηγητές της εκεί θα είναι ο Κουν, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Μάριος Πλωρίτης. Ο Κουν την ξεχωρίζει και για κάποιες χρονιές της εμπιστεύεται και την γραμματεία της σχολής. Μετά τις διπλωματικές της σχολής μαζί με κάποιους συμφοιτητές της, μεταξύ των οποίων ο Κώστας Καζάκος και η Μάρθα Βούρτση, αντί να αναζητήσουν μια θέση σε κάποιων από τους θιάσους της εποχής δημιουργούν έναν δικό τους θίασο, το Ελεύθερο Θέατρο και ανεβάζουν παραστάσεις κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου σε επαρχιακές πόλεις. Το όνειρο τους θα διαρκέσει έναν περίπου χρόνο.


Η ηθοποιός και δια βίου φίλη της Κίττυς Αρσένη, Άννα Τάρη, μέλος του Ελεύθερου Θεάτρου και εκείνη θυμάται «Οι πρόβες γίνονταν στα σπίτια μας. Η πρώτη παράσταση του Ελεύθερου Θεάτρου ανέβηκε στην Χαλκίδα και ήταν η Λοκαντιέρα. Παίξαμε και στο Βασιλικό Θέατρο στην Θεσσαλονίκη. Οι κριτικές ήταν εξαιρετικές αλλά όταν πια ξεκίνησε να χειμωνιάζει η περιοδεία στην επαρχία άρχισε να δυσκολεύει και επιστρέψαμε στην Αθήνα αναζητώντας ο καθένας την τύχη του».



Είναι η εποχή που η Κίττυ Αρσένη θα παίξει σε σημαντικούς τότε θιάσους όπως αυτούς του Κωστή Λειβαδέα, της Έλσας Βεργή και του Κώστα Μουσούρη αλλά και στον κινηματογράφο στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη το 1962. Από το 1967 αναλαμβάνει αντιδικτατορική δράση και γίνεται μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Στην μαρτυρία της για τις μέρες που πέρασε στα κρατητήρια της Ασφάλειας που εκδόθηκε χρόνια αργότερα με τίτλο Μπουμπουλίνας 18, γράφει. «Όλον αυτόν τον καιρό ντρεπόμουνα να λέω πως εγώ κάθε βράδυ βάφομαι και βάζω τις ψεύτικες βλεφαρίδες μου. Δεν είχε νόημα να παίζω θέατρο πια και μισούσα τους θεατές που ερχόντουσαν να γελάσουν κάθε βράδυ. Δεν ακούνε; Δεν βλέπουνε; H ζωή δεν μπορεί να συνεχίζεται σαν πρώτα». Η δικτατορία θα της στερήσει και την παιδική της φίλη, την Μπούμπα. «Ήταν μια από τις περιόδους που δεν συναντιόμασταν» μου λέει σήμερα η Μπούμπα Δημητροκάλλη. «Είχα περάσει στρατοδικείο, είχα καταδικαστεί και αν την συναντούσα θα της έκανα κακό. Θυμάμαι για να μαθαίνω τι κάνει, έδινα ραντεβού με την μαμά μέσα σε ένα μαγαζί, μου έλεγε ψιθυριστά τα νέα της και ανανεώναμε το ραντεβού μας».


ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ ΚΕΛΙ 18

Τον Αύγουστο του 1967 η Χούντα την συλλαμβάνει για να την ανακρίνει. Έχει μαθευτεί πως έχει αντιδικτατορική δράση και συγκεκριμένα πως προσπάθησε να βγάλει από την Ελλάδα μια κασέτα με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Την πιάνουν μέσα στην νύχτα στο σπίτι που ζει με την μητέρα της. Εκείνη την περίοδο παίζει στον θίασο της Κάκιας Αναλυτής και του Κώστα Ρηγόπουλου στην παράσταση «Η κυρία του Μαξίμ» . Θα περάσει τρεις μήνες στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στην Μπουμπουλίνας και στην συνέχεια πάει στις Φυλακές Αβέρωφ μέχρι να καταδικαστεί από το στρατοδικείο σε τρία χρόνια με αναστολή. Στην Μπουμπουλίνας θα υποστεί βασανιστήρια και θα περάσει αρκετές μέρες σε ένα κελί χωρίς φαγητό, νερό και με δικαίωμα να πηγαίνει στην τουαλέτα μια φορά την μέρα με ανοιχτή την πόρτα.


Λίγους μήνες μετά φεύγει παράνομα με πλαστό διαβατήριο για να καταθέσει στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως μάρτυρας για τα βασανιστήρια τα οποία εφάρμοζε η Χούντα των Συνταγματαρχών. Στην δική της κατάθεση αλλά και σε άλλες που ακολούθησαν τελικά θα στηρίζονταν η απόφαση της εξόδου της Ελλάδας των Συνταγματαρχών από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μέχρι το 1972 η Κίττυ Αρσένη ζει αυτοεξόριστη στο Παρίσι. Εκεί θα συνδεθεί με την Μελίνα και τον Ζιλ Ντασέν και θα γυρίσει την ταινία Υπόσχεση την αυγή.




Το 1972 επιστρέφει στην Ελλάδα με κίνδυνο να την πιάσουν αφού πια είναι γνωστή για την μαρτυρία της σχετικά με τα βασανιστήρια.Φρόντισε μάλιστα μόλις επέστρεψε να βρει έναν συμβολαιογράφο και να υπογράψει πως όλα όσα κατέθεσε στο Στρασβούργο είναι αληθινά και πως αν τυχόν την συλλάμβαναν και αυτά διαψεύδονταν αυτό θα γινόταν παρά την θέληση της. Μετά την επιστροφή της εργάζεται στο βιβλιοπωλείο Στροφή. To 1974 θα ξαναπαίξει στο θέατρο στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ Ταμπούρλα στην Νύχτα σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού μαζί με τον Νίκο Κούρκουλο. Στην συνέχεια στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και για περίπου δυο χρόνια θα παίξει με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στις παραστάσεις Αρραβωνιάσματα του Μπόγρη, στον Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι Γουίλιαμς και στον Ταρτούφο του Μολιέρου.


Το 1982 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου. Την επόμενη χρονιά θα παίξει στην Ανάκριση του Βάις και υποδύεται μια γυναίκα που καταθέτει στην δίκη της Νυρεμβέργης την εμπειρία της από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι παραλληλισμοί με την αληθινή της κατάθεση στο Συμβούλιο της Ευρώπης γίνονται αναπόφευκτες. Στο Εθνικό γνωρίζετε με την ηθοποιό Όλγα Τουρνάκη. «Όταν ήρθε η Κίττυ στο Εθνικό άλλαξε πολλά πράγματα στην νοοτροπία των άλλων ηθοποιών. Το έβλεπες μέρα με την μέρα. Όσο για μένα κάθε ρόλο που αναλάμβανα ήθελα να τον κουβεντιάσω μαζί της. Μου άνοιγε πόρτες. Έφερε ανανέωση και οξυγόνο στο Εθνικό και πολλές δόσεις ελεύθερου πνεύματος».


ΣΤΟ ΣΑΝΙΔΙ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ

Ένας από τους αξέχαστους ρόλους της στο Εθνικό είναι αυτός της Πενίας στον Πλούτο του Αριστοφάνη αλλά και οι ρόλοι που ερμήνευσε στην Λυσσασμένη Γάτα του Τένεσι Γουίλιαμς, στο Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας και στην Ευαίσθητη Ισορροπία του Άλμπι.


Στην διάρκεια της δεκαετίας του ’90 ξεκινά να ασχολείται και με την σκηνοθεσία. Παρουσιάζει την παράσταση Οδοιπορικό με την Κλυταιμνήστρα στο Κολλέγιο Αθηνών, το 1997 σκηνοθετεί την Συναναστροφή της Λούλας Αναγνωστάκη ενώ το 1998 την παράσταση Ένας παπαγάλος με πορτοκαλί φτερά του Βασίλη Αργυρόπουλου στο Απλό Θέατρο. Είναι η δεκαετία που θα αναλάβει την θεατρική ομάδα του Παντείου Πανεπιστημίου, μια ασχολία που θα εξελιχθεί σε μεγάλο της πάθος. Ο Κωνσταντίνος Πουλής, συγγραφέας σήμερα, και μέλος στα τέλη της δεκαετίας του ’90 της θεατρικής ομάδας του Παντείου θυμάται εκείνη την εποχή. «Με την Κίττυ, η πρόβα ήταν άσκηση ελευθερίας. Ο ηθοποιός δεν ένιωθε όργανο που έπρεπε να ικανοποιήσει το γινάτι του σκηνοθέτη. Κατόρθωνε να βγάζει το καλύτερο από τον καθένα, υπηρετώντας ταυτόχρονα τις ανάγκες της παράστασης». Την περιγράφει σαν ένα άνθρωπο αδέκαστο «είχε τα πάντα στα πόδια της αλλά δεν επωφελήθηκε» και πολύ αποφασιστικό όταν υπήρχε κάποιο ζήτημα να επιλύσει. Όπως όλοι όσοι την γνώριζαν θυμάται πόσο δύσκολα μιλούσε για τα χρόνια του αντιδικτατορικού αγώνα. Έπρεπε να υπάρξει κάποια αφορμή και να αρχίσουν επίμονα της ερωτήσεις. Όπως την επομένη από την συνέντευξη της στην εκπομπή του Βασίλη Βασιλικού όταν είχαν βγει με την θεατρική ομάδα για φαγητό. Ο Βασιλικός την είχε ρωτήσει αν μισεί τους βασανιστές της και εκείνη απάντησε: «Όχι γιατί δεν μπορώ να ζω με το μίσος».


Ένας από τους πολύ στενούς της φίλους υπήρξε ο ηθοποιός Ρήγας Αξελός. Γνωρίστηκαν στο καμαρίνι της Τζένης Καρέζη το 1973, όταν ανέβαζαν το Μεγάλο Τσίρκο. «Είχε αδάμαστο θάρρος. Πείσμα, επιμονή. Η Χούντα την είχε υποβάλλει σε απίστευτες δοκιμασίες. Είχαν πιάσει τον μικρό της αδερφό που υπεραγαπούσε και του έκαναν εικονική εκτέλεση για να την σπάσουν, εκείνη όμως δεν λύγισε. Τα πρώτα χρόνια που κυκλοφορούσαμε μαζί συχνά παλιοί γνώριμοι άλλαζαν πεζοδρόμιο για να μην την χαιρετίσουν και στιγματιστούν. Όταν την ρωτούσα σχετικά συνήθως έλεγε: «Μάλλον δεν θα με είδε». Στην σκηνή πάλι είχε μια φοβερή γοητεία αλλά και αποφασιστικότητα. Πώς να ξεχάσεις εκείνες τις λεπτές χειρονομίες της, όλο χάρη και αρμονία στην Αμάντα στον Γυάλινο Κόσμο ή την άγρια σκληράδα της έκφρασης στην Ανάκριση του Βάις. Η τελευταία της παράσταση με το Εθνικό είναι η Ευαίσθητη Ισορροπία του Άλμπυ το 1995.


Η ανιψιά της, ηθοποιός Τζένη Αρσένη, θυμάται την πρώτη φορά που έμαθε για το βιβλίο Μπουμπουλίνας 18 από μια παραπομπή στο βιβλίο Γενέθλια της Ζωρζ Σαρρή που διάβασε μικρή. Θυμάται επίσης τις ιστορίες του αντιδικτατορικού αγώνα που άκουγε από την Κίττυ αλλά και τον πάππου της όταν οι δυο τους ξημερώνονταν τραγουδώντας κεφαλονίτικα τραγούδια. Όταν η Τζένη Αρσένη εκμυστηρεύθηκε στην θεία της πως ήθελε να γίνει ηθοποιός η Κίττυ την πήγε στην Επίδαυρο για να κουβεντιάσουν και από τότε της στάθηκε σύμβουλος και κριτής. Οι δυο τους συχνά κάθονταν σε κάποιο καφέ του Παγκρατίου συζητώντας για έρωτες αλλά και πολιτική.


Το 1999 η Κίττυ Αρσένη με την φίλη της την Άννα Τάρη κάνουν μια υπέροχη κρουαζιέρα στον Εύξεινο Πόντο για να δουν την ολική έκλειψη ηλίου που θα γινόταν ορατή από εκεί. «Ήταν πολύ ζωντανή και στα ταξίδια ήταν αεικίνητη. Είχε φοβερό χιούμορ και γελούσε συνέχεια. Ίσως κάποιοι διαβάζοντας την ιστορία της, να την φαντάζονται βαριά, όμως δεν ήταν. Αντίθετα, ήταν κοινωνική της άρεσε να βγαίνει, να διασκεδάζει. Πού ήσουν χθες; την ρωτούσα πολύ συχνά και είχε πάντα να σου διηγηθεί πως πήγε κάπου και διασκέδασε.


Το 2011 η Κίττυ Αρσένη διαγνώσθηκε με καρκίνο. Για έναν ολόκληρο χρόνο στάθηκε θαρραλέα στα πόδια της. Ήταν ένα από τα μέλη της παλιάς εκείνης παρέας της Πλιάδας που την συνόδευε στις χημειοθεραπείες. Τα βράδια των τελευταίων μηνών της ζωής της, οι παλιές φίλες έκαναν παρέα στην Κίττυ στο σπίτι. Δεν μπορούσε πια να είναι τόσο δραστήρια όσο παλιά. Έφυγε περιτριγυρισμένη από τους αγαπημένους της συγγενείς, φίλους και συντρόφους ένα ηλιόλουστο απόγευμα Δευτέρας. Συνεπής μέχρι το τέλος.



7 views0 comments

Comentarios


bottom of page